- κακεύω
- (Μ κακεύω) [κακός]νεοελλ.1. παύω να είμαι φίλος με κάποιον, κακιώνω2. γίνομαι κακός, οργίζομαι, θυμώνωμσν.εχθρεύομαι, μισώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek